«Κενά» στα εξοπλιστική προγράμματα των Rafale και των φρεγατών Belharra ανέδειξε η Σοφία Σακοράφα.

Σοβαρότατες επισημάνσεις για μεγάλα και επικίνδυνα «κενά» στα εξοπλιστική προγράμματα των Rafale και των φρεγατών Belharra  ανέδειξε στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας κ Εξωτερικών Υποθέσεων, η βουλευτίνα του ΜέΡΑ25 Σοφία Σακοράφα.

Η κυρία Σακοράφα αναφέρθηκε στα θέματα υποστήριξης αναδεικνύοντας «πράγματα και θαύματα».

Είπε μεταξύ άλλων:

«Αναφέρομαι στην προβλεπόμενη δυνατότητα που παρέχεται στον Προμηθευτή, να υπογράφει μονομερώς πρωτόκολλα και πιστοποιητικά που αφορούν σε παραλαβή ή και σε επίτευξη συγκεκριμένων ορόσημων.

Γνωρίζετε ότι, μετά την προκαταβολή, ακολουθούν οι τμηματικές πληρωμές, στις αντίστοιχες τακτές ημερομηνίες. Οι τμηματικές αυτές καταβολές συνδέονται με την επίτευξη συμβατικά προκαθορισμένων ορόσημων, που αφορούν στην υλοποίηση της κατασκευής, των δοκιμών και της παράδοσης του αντίστοιχου υλικού. Για όλα αυτά προβλέπεται η κατάρτιση συγκεκριμένου πρωτοκόλλου και πιστοποιητικών υπογραφής επίτευξης, για το κάθε ορόσημο. 

Εδώ, με τις διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου, παρέχεται η δυνατότητα στους προμηθευτές να υπογράφουν και μονομερώς αυτά τα πρωτόκολλα και πιστοποιητικά, τα οποία θα έχουν ισχύ και θα παράγουν δεσμεύσεις σαν να έχουν υπογραφεί και από τα δύο μέρη, όπως κανονικά κατ’ αρχήν προβλέπεται.

Με τον τρόπο αυτό αποδεχόμαστε και καθιερώνουμε μια άνιση σχέση δικαιωμάτων μεταξύ των δύο συμβατικών μερών (των προμηθευτών από τη μια και του Ελληνικού Δημοσίου από την άλλη).  Μια άνιση σχέση, σε βάρος του ενός συμβατικού μέρους, του Ελληνικού Δημοσίου.  Αυτές οι προβλέψεις ανατρέπουν την κοινή λογική ως προς την παραλαβή των συμβατικών υλικών,  αφού συγχέουν τους ρόλους των συμβατικών μερών ως προς την παράδοση και παραλαβή, εξαντλώντας κάθε δυνατότητα εύνοιας υπέρ του Προμηθευτή. 

Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις θεσπίζεται η δυνατότητα παραλαβής ακόμα και όταν το μέρος που παραλαμβάνει, δηλαδή η Ελλάδα, έχει λόγους να αντιτίθεται στην παραλαβή και δεν υπογράφει τα συγκεκριμένα έγγραφα».

Το δεύτερο «σκοτεινό» σημείο που ανέδειξε η κυρία Σακοράφα «είναι η δυνατότητα που παρέχεται στον Προμηθευτή να μεταβάλλει, κατά την ανέλεγκτη βούλησή του, την κατανομή ανταλλακτικών και εξοπλισμού, αρκεί μόνο να μη μεταβάλλεται η προβλεπόμενη συνολική αξία της συγκεκριμένης αποστολής υλικών. 

Σε ποια επιχείρηση, σε ποιο «νοικοκυριό» θεωρείται πως μπορεί να είναι ενδεδειγμένη μια τέτοια μεταχείριση ; Να σου στέλνουν άλλα από αυτά που έχεις ανάγκη και από αυτά που έχεις συμφωνήσει, αρκεί να μη βγαίνει με μεγαλύτερη αξία στο τιμολόγιο ;  Επειδή, μάλιστα, εδώ μιλάμε για την άμυνα της χώρας, έχει θεμελιώδη σημασία ο σχεδιασμός των διαδικασιών παράδοσης των όποιων συμβατικών υλικών, ανταλλακτικών και εξοπλισμού. 

Όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτό έχει αντίκτυπο και στην αξιοπιστία και στο αξιόμαχο της υλικοτεχνικής αμυντικής υποδομής. Για αυτό το λόγο και μόνο, θα έπρεπε να διαφυλάσσουμε την απαρέγκλιτη τήρηση των διαδικασιών παράδοσης». 

Διαβάστε όλη την ομιλία της:

Βρισκόμαστε σε μία διαδικασία που αποτελεί την κατάληξη διεθνών μεθοδεύσεων για τα εξοπλιστικά μας προγράμματα. Δεν είναι απλώς μια προκλητική έλλειψη στοιχειώδους σχεδιασμού. Ερχόμαστε να εφαρμόσουμε αποφάσεις και συμφωνίες άλλων χωρών, που αφορούν μια Ελλάδα που αντιμετωπίζεται ως εντελώς εξαρτημένη χώρα. Τόσο από αυτούς τους διεθνείς παράγοντες, όσο και από την εγχώρια, υποτελή σε αυτούς, ηγεσία που επιμένει να κομπάζει και να βαυκαλίζεται με δημόσιο λόγο περί αριστείας και δήθεν διαπραγμάτευσης.

Αγοράζουμε έξι επιπλέον αεροσκάφη, με όσα αυτά απαιτούν και σε οπλισμό και σε εν συνεχεία υποστήριξη, ενώ δεν είχε προβλεφθεί στο συμβόλαιο της πρώτης προμήθειας, μόλις πριν ένα χρόνο, η δυνατότητα προαίρεσης. 

Η προσφερόμενη από κάθε προμηθευτή αρχική τιμή, υποτίθεται ότι αντιστοιχεί στα πραγματικά δεδομένα της χρονικής στιγμής υπογραφής της σύμβασης. Στην περίπτωσή μας εάν συνυπολογίσουμε και την άνοδο των τιμών έως σήμερα, λόγω και  της ενεργειακής κρίσης, η απόσταση που μας χωρίζει από τις αρχικές τιμές είναι πολύ μεγάλη.

Συρόμαστε σε μια αλληλουχία προμηθειών, όπου κάθε νέα αγορά έχει αναπροσαρμοσμένο, αυξημένο, κόστος σε σχέση με τις αρχικές τιμές. Έτσι επιβαρυνόμαστε με κόστος αυξημένο, το οποίο ο ελληνικός λαός θα είχε αποφύγει, αν υπήρχε η στοιχειώδης πρόνοια και είχε προβλεφθεί να έχουμε δικαίωμα προαίρεσης. Το δικαίωμα, δηλαδή, για πρόσθετη παραγγελία και νέα προμήθεια με την ίδια αρχική τιμή ή πάντως εξαρχής προβλεπόμενη. Όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο στη διεθνή πρακτική. Αντίθετα, συνηθίζεται σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, ακόμα και από χώρες που εμείς αντιμετωπίζουμε με υπεροψία, σαν “τριτοκοσμικές”.

Δεν απαιτεί πολύ κόπο, να μπει ο καθένας μας στη διαδικασία να σκεφθεί ένα απλό πράγμα, ανεξάρτητα από ιδεολογίες ή πολιτικούς προσανατολισμούς ή κομματικές αντιθέσεις :  

Τί εξοικονόμηση πόρων θα είχαμε αν ήμασταν σε θέση να εφαρμόσουμε έναν στοιχειώδη σχεδιασμό, αν είχαμε έναν στοιχειώδη προγραμματισμό. Εάν, δηλαδή, η σύμβαση, που έγινε μόλις πριν λίγο καιρό, γινόταν πράγματι για (24) αεροσκάφη, όσα δηλαδή παίρνουμε, ή έστω για (18) με δικαίωμα προαίρεσης για ακόμα (6).

Αναρωτιόμαστε αν έχουμε το δικαίωμα να περιμένουμε να απολογηθεί κάποιος για αυτό το πρόσθετο κόστος, που δεν αποφεύχθηκε από κυβερνητική και μόνο υπαιτιότητα… 

Ελπίζουμε, πάντως, τα παθήματα να γίνονται μαθήματα, ακόμα και για τις περιπτώσεις των αρίστων, που θέλουν να μας πείσουν ότι έχουν, και αυτοί “αλάθητο”. 

Και ελπίζουμε, επομένως, ότι δεν θα ξαναδούμε στο μέλλον συμβάσεις χωρίς δικαίωμα προαίρεσης, όπως κάποιες εδώ  που συζητάμε, που αποτελούν, αναμφισβήτητα, παράδειγμα προς αποφυγή ! 

Να έρθουμε τώρα στο θέμα της Εν Συνεχεία Υποστήριξης. Έχω ήδη πει ότι στη χώρα μας ο χρόνος χρήσης των οπλικών συστημάτων είναι στην χώρα μας συγκριτικά μακρύτερος από άλλες χώρες. Συνεπώς, θα έπρεπε, όχι μόνο στις συμβάσεις προμηθειών, αλλά και στις συμβάσεις για την Εν Συνεχεία Υποστήριξη των οπλικών συστημάτων να συνεκτιμάται από την αρχή και η πρόβλεψη για ρήτρα προαίρεσης.

Αναφέρθηκα στην προηγούμενη συνεδρίαση για συγκεκριμένους καταχρηστικούς όρους των συμβάσεων, που λειτουργούν σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και των συμφερόντων του. Τις πιο βασικές, δεν θα μπορούσα, και αντικειμενικά, να αναφερθώ σε όλες τις αντίστοιχες προβλέψεις.

Υπάρχει, όμως μία καταχρηστική πτυχή στις συμβάσεις, και για τις φρεγάτες και τον οπλισμό τους, αλλά και για τα Ραφάλ, που θα αξίζει περισσότερη προσοχή. 

Αναφέρομαι στην προβλεπόμενη δυνατότητα που παρέχεται στον Προμηθευτή, να υπογράφει μονομερώς πρωτόκολλα και πιστοποιητικά που αφορούν σε παραλαβή ή και σε επίτευξη συγκεκριμένων ορόσημων.

Γνωρίζετε ότι, μετά την προκαταβολή, ακολουθούν οι τμηματικές πληρωμές, στις αντίστοιχες τακτές ημερομηνίες. Οι τμηματικές αυτές καταβολές συνδέονται με την επίτευξη συμβατικά προκαθορισμένων ορόσημων, που αφορούν στην υλοποίηση της κατασκευής, των δοκιμών και της παράδοσης του αντίστοιχου υλικού. Για όλα αυτά προβλέπεται η κατάρτιση συγκεκριμένου πρωτοκόλλου και πιστοποιητικών υπογραφής επίτευξης, για το κάθε ορόσημο. 

Εδώ, με τις διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου, παρέχεται η δυνατότητα στους προμηθευτές να υπογράφουν και μονομερώς αυτά τα πρωτόκολλα και πιστοποιητικά, τα οποία θα έχουν ισχύ και θα παράγουν δεσμεύσεις σαν να έχουν υπογραφεί και από τα δύο μέρη, όπως κανονικά κατ’ αρχήν προβλέπεται.

Με τον τρόπο αυτό αποδεχόμαστε και καθιερώνουμε μια άνιση σχέση δικαιωμάτων μεταξύ των δύο συμβατικών μερών (των προμηθευτών από τη μια και του Ελληνικού Δημοσίου από την άλλη).  Μια άνιση σχέση, σε βάρος του ενός συμβατικού μέρους, του Ελληνικού Δημοσίου.  Αυτές οι προβλέψεις ανατρέπουν την κοινή λογική ως προς την παραλαβή των συμβατικών υλικών,  αφού συγχέουν τους ρόλους των συμβατικών μερών ως προς την παράδοση και παραλαβή, εξαντλώντας κάθε δυνατότητα εύνοιας υπέρ του Προμηθευτή. 

Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις θεσπίζεται η δυνατότητα παραλαβής ακόμα και όταν το μέρος που παραλαμβάνει, δηλαδή η Ελλάδα, έχει λόγους να αντιτίθεται στην παραλαβή και δεν υπογράφει τα συγκεκριμένα έγγραφα.

Στο επόμενο βήμα μας, μία ακόμα καταχρηστική πτυχή των συμβάσεων αυτών : Είναι η δυνατότητα που παρέχεται στον Προμηθευτή να μεταβάλλει, κατά την ανέλεγκτη βούλησή του, την κατανομή ανταλλακτικών και εξοπλισμού, αρκεί μόνο να μη μεταβάλλεται η προβλεπόμενη συνολική αξία της συγκεκριμένης αποστολής υλικών. 

Σε ποια επιχείρηση, σε ποιο «νοικοκυριό» θεωρείται πως μπορεί να είναι ενδεδειγμένη μια τέτοια μεταχείριση ; Να σου στέλνουν άλλα από αυτά που έχεις ανάγκη και από αυτά που έχεις συμφωνήσει, αρκεί να μη βγαίνει με μεγαλύτερη αξία στο τιμολόγιο ;  Επειδή, μάλιστα, εδώ μιλάμε για την άμυνα της χώρας, έχει θεμελιώδη σημασία ο σχεδιασμός των διαδικασιών παράδοσης των όποιων συμβατικών υλικών, ανταλλακτικών και εξοπλισμού. 

Όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτό έχει αντίκτυπο και στην αξιοπιστία και στο αξιόμαχο της υλικοτεχνικής αμυντικής υποδομής. Για αυτό το λόγο και μόνο, θα έπρεπε να διαφυλάσσουμε την απαρέγκλιτη τήρηση των διαδικασιών παράδοσης. 

Προφανώς και δεν αναφέρομαι σε έκτακτα αιτήματα τροποποίησης κάποιας αποστολής, αλλά στις τυπικά σχεδιασμένες διαδικασίες. Είναι θεμελιώδες, λοιπόν, κάθε φορά να εξασφαλίζεται η παραλαβή των συγκεκριμένων ακριβώς ανταλλακτικών και του εξοπλισμού που προβλέπονται από τη διαδικασία και όχι ένα τμήμα τους ή κάποια άλλα διαφορετικά από εκείνα τα οποία κάθε φορά αναμένονται, φτάνει η συνολική αποστολή να έχει την ίδια αξία με εκείνη που έχει προβλεφθεί για κάθε φορά. 

Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στο άρθρο 22.4., που αφορά στην τροποποίηση της σύμβασης των Ραφάλ και είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Βουλής. Συγκεκριμένα εκεί αναφέρεται:

«Ο Προμηθευτής δύναται να τροποποιεί τα περιεχόμενα των καταλόγων των Ανταλλακτικών και του Εξοπλισμού Επίγειας Υποστήριξης (…) και να μεταβάλλει την κατανομή των Ανταλλακτικών και του Εξοπλισμού Επίγειας Υποστήριξης μεταξύ των διαφόρων παρτίδων Ανταλλακτικών και Εξοπλισμού Επίγειας Υποστήριξης, χωρίς μεταβολή της συνολικής αξίας των Ανταλλακτικών και Εξοπλισμού Επίγειας Υποστήριξης, όπως προσδιορίζεται στο πλαίσιο της Σύμβασης».

Με αυτή την καταχρηστική σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου πρόβλεψη είναι πιθανό κάποια, σημαντικά ή και κρίσιμα, υλικά, να μην είναι διαθέσιμα στο χρόνο που είναι αναγκαία. Δηλαδή υπάρχει ο πραγματικός κίνδυνος, ακόμα και να μην είναι διαθέσιμα προς χρήση τα πανάκριβα οπλικά συστήματα, τα οποία με τέτοιες συμβάσεις προμηθευόμαστε.

Στο ίδιο αρνητικό αποτέλεσμα μπορεί να οδηγηθούμε και για έναν ακόμα λόγο:

Για την Εν Συνεχεία Υποστήριξη των φρεγατών διαβάζουμε στο άρθρο  20.4., που αφορά στο ανώτατο όριο κυρώσεων ότι: 

«Οι κυρώσεις που επιβάλλονται από τον Αγοραστή στον Πωλητή για καθυστερημένη παράδοση/εκτέλεση οποιουδήποτε Συμβατικού Αντικειμένου, δε θα υπερβαίνουν συνολικά το πέντε κόμμα μηδέν τέσσερα τοις εκατό (5,04 %) της συμβατικής αξίας του Συμβατικού Αντικειμένου».

Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι ο πωλητής μπορεί να προωθήσει αυτά τα υλικά, που αναμένει ο Αγοραστής, σε οποιονδήποτε τρίτο, έχοντας μόνο τη συγκεκριμένη, ουσιαστικά μηδαμινή, επιβάρυνση. Έτσι, ελλοχεύει και ο πρόσθετος κίνδυνος της παντελούς αδυναμίας χρήσης μιας πανάκριβης φρεγάτας!

Στην σύμβαση για τα Ραφάλ διαβάζουμε παρακάτω άλλο μνημείο καταχρηστικής ρύθμισης. Συγκεκριμένα στο άρθρο 27 αναφέρεται ότι: 

«Σε περίπτωση που προκληθεί ζημία στον Αγοραστή και / ή σε τρίτο μέρος από ατύχημα Εξοπλισμού και αποδεικνύεται δεόντως από τον Αγοραστή ως αποτέλεσμα ελαττωματικού Συμβατικού Αντικειμένου κατά τη διάρκεια της περιόδου εγγύησης όπως ορίζεται στο Άρθρο 17 – ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ, τότε οι συνέπειες τέτοιων ζημιών που προκλήθηκαν στον Αγοραστή και / ή σε τρίτους, βαρύνουν τον Προμηθευτή εντός του ορίου του ενός τοις εκατό (1%) της συνολικής τιμής της Σύμβασης». 

Δηλαδή ακόμα και σε αυτή την ακραία περίπτωση όπου κάτι τέτοιο συμβεί στην περίοδο της σύντομης εγγύησης, θα πρέπει επιπλέον να αποδειχθεί δεόντως από τον αγοραστή το ελάττωμα του αντικειμένου. Αλλά δεν φτάνουν αυτά! 

Για ζημιές που θα προκληθούν στο Ελληνικό Δημόσιο ή και σε τρίτους, και συνεπώς σε περιπτώσεις όπου θα εγείρονται απαιτήσεις για αποζημιώσεις, ακόμα και τότε, λοιπόν, ο προμηθευτής δεν θα επιβαρυνθεί περισσότερο από 1% της συνολικής αξίας της σύμβασης. 

Και μόνο η πρόβλεψη συνιστά προκλητικά καταχρηστικό όρο και, ιδίως, ακραία πρόκληση συνιστά το τόσο χαμηλό ποσοστό τελικής επιβάρυνσης του Προμηθευτή.

Παραπάνω αναφερθήκαμε στο πολύ μικρό χρονικό διάστημα της εγγύησης, το οποίο, ενδεικτικά για τις φρεγάτες, είναι μόλις (12) μήνες. Αυτό, δεν είναι πρόκληση ; Ασφαλώς! 

Όπως είναι πρόκληση και το γεγονός ότι ακόμα και για υλικό που επισκευάσθηκε εντός εγγύησης, ο συνολικός χρόνος εγγύησης δεν μπορεί να υπερβαίνει, συνολικά, τους 18 μήνες. Δηλαδή εάν ένα υλικό αντικατασταθεί τον ενδέκατο μήνα, εντός δηλαδή της εγγύησης, με ένα καινούργιο, τότε η εγγύηση γι’ αυτό το καινούργιο υλικό θα περιορίζεται στους υπόλοιπους 7 μήνες για να συμπληρωθεί το 18μηνο. Θεωρώ ότι ακόμα και στις επαρχιακές ελληνικές αγορές υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία.

Ακόμα και αν η φρεγάτα είναι χειρότερη από τα κριτήρια απόρριψης, τότε η φρεγάτα δεν θα απορριφθεί, αλλά αρχικά πωλητής και αγοραστής θα πρέπει να συμφωνήσουν σε σχέδιο δράσης για την αποκατάσταση των επιδόσεων στο κατώτατο επίπεδο των αποδεκτών επιδόσεων. Η προβλεπόμενη υλοποίηση θα πρέπει να γίνει εντός 9 μηνών. Εάν παρ’ όλα αυτά, παραμένουν οι επιδόσεις χειρότερες από τα κριτήρια απόρριψης τότε εφαρμόζονται τα άρθρα για τις κυρώσεις. 

Όμως, στο άρθρο 23.3. διαβάζουμε ότι: 

«Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τον Αγοραστή στον Πωλητή για καθυστερημένη παράδοση και για αποκλίσεις επιδόσεων οποιουδήποτε Συμβατικού Αντικειμένου, δε θα υπερβαίνουν συνολικά το εννέα κόμμα έξι τοις εκατό (9,6%) της συμβατικής αξίας του Συμβατικού Αντικειμένου.»

Παρακαλώ διευκρινίστε μας εάν καταλαβαίνουμε κάτι λάθος!

Σε περίπτωση παραβίασης των όρων της σύμβασης για τις φρεγάτες, από τον προμηθευτή, δεν είναι δυνατόν να θεωρούμε ενδεδειγμένο το χρονικό διάστημα του τριετούς αποκλεισμού του από διαγωνισμούς και συμβάσεις του Ελληνικού δημοσίου. Είναι πολύ μικρό χρονικό διάστημα, που αγγίζει τα όρια του εμπαιγμού, ακόμα και αν λάβουμε υπόψη την επικείμενη αγορά των κορβετών και την περίπτωση να είναι οι Γκογουίντ από την Ναβάλ Γκρουπ.

Ένα διευκρινιστικό ερώτημα, για τις τορπίλες των φρεγατών, στο σημείο 5.3.1.β της σύμβασης. Εκεί αναφέρεται ότι εάν καθυστερήσει η παράδοσή τους, πρέπει να τιμολογείται και να πληρώνεται ξεχωριστά με την παράδοση στον αγοραστή και ότι το κόστος θα βαρύνει τον προμηθευτή. Δεν έχουμε κάποιο προβληματισμό μέχρι εδώ. Όμως, επειδή εσείς κύριε Υπουργέ γνωρίζετε καλύτερα τις λεπτομέρειες, μπορείτε να μας πείτε εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση προβλέπεται κάποια κύρωση στον προμηθευτή ; 

Επιτρέψτε μου, ένα ακόμα θεωρητικό ερώτημα: Τι θα συμβεί εάν εξαιτίας της καθυστέρησης αρνηθούμε, τελικά, να τις παραλάβουμε;

Τα ερωτάμε διότι στο ίδιο το άρθρο δεν είδαμε κάτι παραπάνω. Βέβαια είναι φυσικό να έχουμε παραβλέψει κάτι σε ένα τέτοιο όγκο υλικού και με τόσο λίγο χρόνο στη διάθεσή μας, που δεν είναι αρκετός για την προσήκουσα μελέτη ο οποία είναι απαραίτητη.

Σας ευχαριστώ!»

Exit mobile version