Πιο ευέλικτο, αλλά και με παγίδες για τις χώρες με υψηλό χρέος, όπως η Ελλάδα, θα είναι από το 2024 το ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς οδεύει σε κατάργηση ο εξαιρετικά αυστηρός κανόνας για τη μείωση του χρέους που είχε καθιερωθεί το 2012, αλλά θα καθιερωθούν μίνι μνημόνια που θα δεσμεύουν κάθε χώρα σε συγκεκριμένους στόχους μείωσης και τα οποία θα πρέπει να εγκρίνονται από την Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας θα παραμείνει «παγωμένο» και για το 2023, ενώ αμέσως μετά το καλοκαίρι αρχίζει η μακρά και δύσκολη διαδικασία διαπραγματεύσεων για την αναθεώρησή του. Όπως δήλωσε ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Πάολο Τζεντιλόνι, μετά το καλοκαίρι η Κομισιόν θα υποβάλει τις προτάσεις της, για να αρχίσει η διαβούλευση με τις κυβερνήσεις και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στόχος είναι να ενεργοποιηθεί ένα πολύ διαφορετικό Σύμφωνο Σταθερότητας από το 2024, καθώς το σημερινό όχι μόνο θεωρείται ότι θα είναι αδύνατο να εφαρμοσθεί, αλλά θα μπορούσε να προκαλέσει και σοβαρούς κραδασμούς στην ευρωζώνη.
Το κυριότερο πρόβλημα εντοπίζεται στην Ιταλία, αν και γενικά η κρίση της πανδημίας «φόρτωσε» τα κράτη της ευρωζώνης με νέα χρέη, με αποτέλεσμα το χρέος στην ευρωζώνη να έχει πλησιάσει στο 100% του ΑΕΠ. Στον απόηχο της κρίσης χρέους που άρχισε στην Ελλάδα, το 2012 είχε συμφωνηθεί ο λεγόμενος κανόνας του 1/20: όσες χώρες έχουν χρέος υψηλότερο από το 60% του ΑΕΠ, που είναι το πλαφόν του Συμφώνου, θα είναι υποχρεωμένες να το μειώνουν κατά το 1/20 της διαφοράς. Δηλαδή, μια χώρα με χρέος 120% του ΑΕΠ θα πρέπει να το μειώνει κατά 3% κάθε χρόνο.
Μετά την εκτίναξη του ιταλικού χρέους στο 150% του ΑΕΠ και με δεδομένο ότι η ιταλική οικονομία εξακολουθεί να παρουσιάζει μέτριους ρυθμούς ανάπτυξης, η εφαρμογή αυτού του κανόνα θεωρείται βέβαιο ότι θα προκαλούσε τεράστιες δυσχέρειες στη Ρώμη και ευρύτερους κραδασμούς στην ευρωζώνη, αφού θα επανερχόταν στο προσκήνιο το ξεχασμένο ιταλικό πρόβλημα, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει και για τη σχέση της Ιταλίας με την αγορά ομολόγων.
Εναντίον αυτού του κανόνα έχει καταφερθεί με δηλώσεις του και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, καθώς η εφαρμογή του θα προκαλούσε υπερβολικό «σφίξιμο» της οικονομικής πολιτικής και στην Ελλάδα, όπου το χρέος ξεπερνούσε το 190% του ΑΕΠ το 2021 και η κυβέρνηση θα ήταν υποχρεωμένη να το μειώνει κατά 6 – 7% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με όσα δηλώνει ο επίτροπος Τζεντιλόνι, ο κανόνας του 1/20 πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα εγκαταλειφθεί. «Ο δρόμος προς τη μείωση του χρέους πρέπει να γίνει πιο σταδιακός, πιο αξιόπιστος και λιγότερο επικίνδυνος για την ανάπτυξη, επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι χωρίς την ανάπτυξη η μείωση του χρέους είναι πολύ δύσκολη», τονίζει.
Στη θέση του κανόνα που είχε τη λογική «ένα μέγεθος για όλους», ο επίτροπος Οικονομικών αναφέρει ότι θα εφαρμοσθεί ένα σύστημα ξεχωριστών σχεδίων μείωσης χρέους, τα οποία θα καταρτίζει κάθε χώρα ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της οικονομίας της και θα το διαπραγματεύεται με την Κομισιόν. Εφόσον το σχέδιο εγκρίνεται από την Επιτροπή, θα πρέπει να το εγκρίνουν και οι άλλες κυβερνήσεις, πιθανότατα μέσα από το Eurogroup. Πρόκειται, δηλαδή, για μια διαδικασία που θα θυμίζει αρκετά το «μνημονιακό» πλαίσιο που εφαρμόσθηκε στην περίοδο της κρίσης χρέους.
Οι πιθανές παγίδες
Αν και η ευέλικτη αυτή διαδικασία είναι σαφώς προτιμότερη από τον δρακόντειο γενικό κανόνα του 1/20, οι παγίδες για τις υπερχρεωμένες χώρες κρύβονται, ως συνήθως, στις λεπτομέρειες του νέου μηχανισμού, που θα πρέπει να διαμορφωθούν μέσα από τη διαβούλευση της Κομισιόν με τις εθνικές κυβερνήσεις και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Για παράδειγμα, έχει συζητηθεί η καθιέρωση ενός «φρένου» στις κρατικές δαπάνες, από το οποίο ενδέχεται να εξαιρεθούν ορισμένες επενδυτικές δαπάνες (για παράδειγμα, για την πράσινη μετάβαση). Σύμφωνα με αυτόν τον κανόνα που συζητείται, οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να παρουσιάζουν σχέδια μείωσης του χρέους που θα περιλαμβάνουν αύξηση των δαπανών πέρα από το όριο του μεσοπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης. Αν ξεπερνούν αυτό το όριο, θα πρέπει να παρουσιάζουν και μέτρα εξισορρόπησης των πρόσθετων δαπανών με αντίστοιχες αυξήσεις των φορολογικών εσόδων.
Για την Ελλάδα, που έχει πολύ χαμηλό μεσοπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης (κάτω από 1,5%), η εφαρμογή αυτού του κανόνα θα σήμαινε την επιβολή αρκετά αυστηρών περιορισμών στο σκέλος των δαπανών της οικονομικής πολιτικής.
Ένας ακόμη περιορισμός που έχει συζητηθεί είναι να εξασφαλίζεται ότι τα σχέδια μείωσης του χρέους είναι συμβατά με τους στόχους για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, της μοναδικής χώρας που έχει λάβει ελαφρύνσεις χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους και επιτηρείται αυστηρότερα σε αυτό το θέμα, η διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, θα δημιουργήσει ένα αρκετά αυστηρό πλαίσιο διαπραγμάτευσης με την Κομισιόν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η Κομισιόν εκτίμησε ότι πρέπει να ανεβεί ο πήχης των πρωτογενών πλεονασμάτων της χώρας ως το 2060. Έτσι, κατά μέσο όρο η Ελλάδα θα πρέπει να εμφανίζει ετήσια πλεονάσματα ίσα με 2,6% του ΑΕΠ ως το 2060, ενώ στην προηγούμενη ανάλυση το ποσοστό ήταν χαμηλότερο, στο 2,2%. Με αυτά τα δεδομένα, φαίνεται ότι ακόμη και μετά την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας ο στόχος που είχε θέσει η κυβέρνηση για μείωση των πλεονασμάτων κάτω από το 2% θα παραμείνει άπιαστος.
Η τελευταία παγίδα θα μπορούσε να έχει πολιτικό χαρακτήρα: η πρόβλεψη ότι τα σχέδια μείωσης του χρέους κάθε υπερχρεωμένης χώρας θα πρέπει να εγκρίνονται από τις υπόλοιπες κυβερνήσεις της ευρωζώνης φέρνει στη μνήμη τα σοβαρά πολιτικά προβλήματα της εποχής των μνημονίων, όταν ξένες κυβερνήσεις ψήφιζαν υπέρ ή κατά των δημοσιονομικών προγραμμάτων που θα εφάρμοζε η Ελλάδα και οι άλλες «μνημονιακές» χώρες. Εύκολα θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς τους επόμενους γύρους πολιτικών αντιπαραθέσεων, αν, για παράδειγμα, οι χώρες του Βορρά κρίνουν ότι δεν είναι επαρκώς αυστηρό ένα πρόγραμμα που συμφωνήθηκε ανάμεσα στην Ελλάδα ή την Ιταλία και την Κομισιόν…
πηγή: sofokleousin.gr