Το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2023.
Παρά τις επιμέρους βελτιώσεις που αναμένονται, δεν φαίνεται ότι θα επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες της κυβέρνησης για μια ουσιαστική χαλάρωση, που θα επιτρέψει να επιτευχθεί και η στρατηγική επιδίωξη της Αθήνας για μεγάλη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα των επόμενων ετών, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μόνιμες ελαφρύνσεις φόρων και δημοσιονομική χαλάρωση.
Στην εκκίνηση της συζήτησης στην Ευρώπη για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, μετά την προσωρινή απενεργοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας στη διάρκεια της πανδημίας, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), που διευθύνεται από τον Γερμανό αξιωματούχο, Κλάους Ρέγκλινγκ έδωσε στη δημοσιότητα ένα κείμενο με ιδέες και προτάσεις για αλλαγές στους κανόνες, το οποίο θα αποτελέσει την «πυξίδα» των διαπραγματεύσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που αναμένονται σκληρές και θα κορυφωθούν το πρώτο εξάμηνο του 2022. Αν δεν ολοκληρωθούν πριν την υποβολή των μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων από τις κυβερνήσεις, την άνοιξη, θα πρέπει να διατηρηθεί και για το 2023 η «διαφυγή» από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας.
Στον απόηχο των δηλώσεων Ρέγκλινγκ στο γερμανικό “Spiegel”, όπου εξήγησε στο γερμανικό ακροατήριο την ανάγκη να αναθεωρηθεί το Σύμφωνο Σταθερότητας για να συμβαδίζει με τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα, ο ESM έδωσε στη δημοσιότητα ένα κείμενο προτάσεων από έξι οικονομολόγους του, το οποίο περιλαμβάνει μεν ορισμένες σημαντικές προτάσεις για χαλάρωση κανόνων, ταυτόχρονα όμως διατηρεί, ειδικά για τις υπερχρεωμένες χώρες, ένα αυστηρό πλαίσιο που θα οδηγεί σε μείωση χρέους μέσα από δημοσιονομική λιτότητα.
Ειδικότερα, προτείνεται να διατηρηθεί ως έχει ο βασικός κανόνας για το έλλειμμα, δηλαδή το ανώτατο όριο του 3% του ΑΕΠ ετησίως. Σε ό,τι αφορά τον κανόνα για το χρέος, όμως, που δημιουργεί ασφυκτικό περιβάλλον κυρίως για την Ελλάδα και την Ιταλία, προτείνεται να αυξηθεί το ανώτατο όριο από το 60% στο 100% του ΑΕΠ. Όπως εξηγείται, με τα νέα δεδομένα που δημιουργούν τα χαμηλά επιτόκια, πλέον μπορεί μια χώρα που δεν υπερβαίνει τον στόχο για έλλειμμα 3% να σταθεροποιεί το χρέος της στο 100% ή χαμηλότερα και να εξυπηρετεί αυτό το χρέος χωρίς προβλήματα.
Για την επιτήρηση των χωρών από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, προτείνεται από τον ESM μια σημαντική απλούστευση του ισχύοντος καθεστώτος. Αντί να παρακολουθεί το διαρθρωτικό ισοζύγιο του προϋπολογισμού, που κρύβει αρκετές τεχνικές δυσκολίες και παγίδες, προτείνεται να παρακολουθούνται οι δημόσιες δαπάνες και να υπάρχει ένα ανώτατο όριο ετήσιας αύξησης που θα προσδιορίζεται με βάση τους ρυθμούς ανάπτυξης της κάθε οικονομίας τα προηγούμενα έτη. Έτσι, όσες οικονομίες είχαν σημαντική ανάπτυξη θα έχουν και μεγαλύτερα περιθώρια για δαπάνες.
Όμως, για την Ελλάδα τα καλά νέα τελειώνουν κάπου εδώ. Η αύξηση του ορίου για το χρέος μπορεί να είναι ευπρόσδεκτη, αλλά ο ESM προτείνει να διατηρηθεί ο «γερμανικός κανόνας» πειθαρχίας, που ορίζει ότι χρέος πρέπει να μειώνεται από τις υπερχρεωμένες χώρες κάτω από το όριο εντός 20ετίας, δηλαδή κατά 1/20 της διαφοράς από το όριο κάθε χρόνο (5%). Αυτός ο κανόνας, για τον οποίο ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θ. Σκυλακάκης έχει δηλώσει ότι πρέπει να αναθεωρηθεί, θα εξακολουθήσει να επιβάλλει στην Ελλάδα έναν αρκετά γρήγορο ρυθμό μείωσης του χρέους, που αναπόφευκτα θα συνδεθεί με αρκετά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Και όχι μόνο αυτό: οι οικονομολόγοι του ESM προτείνουν οι υπερχρεωμένες χώρες να έχουν ειδικό καθεστώς εποπτείας, όπου η Κομισιόν θα κρίνει το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος που είναι απαραίτητο για τη μείωση του χρέους και οι κυβερνήσεις θα είναι υποχρεωμένες να προσαρμόζουν την πολιτική τους κατάλληλα, ώστε να επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος. Ουσιαστικά, αυτή η πρόταση δεν διαφέρει και πολύ από το μνημονιακό καθεστώς στο οποίο βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις, όπου οι δανειστές υπαγόρευαν δημοσιονομικούς στόχους και οι ελληνικές αρχές λάμβαναν τα αναγκαία μέτρα λιτότητας για να τους επιτυγχάνουν.