Χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης τα βασικά κεφάλαια των τραπεζών και στην τελευταία θέση της κατάταξης.
Τον μακρύ δρόμο που έχουν να διανύσουν οι ελληνικές τράπεζες μέχρι να φθάσουν στους μέσους όρους των τραπεζών της ευρωζώνης σε βασικά μεγέθη, όπως η κεφαλαιακή επάρκεια και το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, σκιαγραφούν και τα νεότερα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις τράπεζες της Ευρωζώνης.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν στην τελευταία θέση σε κεφάλαια και στην πρώτη θέση στα κόκκινα δάνεια.
Η ΕΚΤ βασίζει τις εκτιμήσεις της στα δεδομένα δεύτερου τριμήνου 2021, όταν είχε ολοκληρωθεί η αύξηση κεφαλαίου της Τρ. Πειραιώς κατά 1,4 δισ. ευρώ, αλλά όχι ακόμη της Alpha Bank, κατά 800 εκατ. ευρώ. Τότε οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονταν στην τελευταία θέση στην ευρωζώνη.
Οιι μέσοι όροι των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας στις συστημικές τράπεζες που εποπτεύονται από την ΕΚΤ, αυξήθηκαν ελαφρώς κατά το β’ τρίμηνο. Ο δείκτης πρωτοβάθμιων κεφαλαίων (CET1) ανήλθε στο 15,6%. Όπως αναφέρει η ΕΚΤ, ο δείκτης κυμάνθηκε από 12,66% στην Ελλάδα μέχρι 29,26% στην Εσθονία.
Είναι ενδιαφέρον ότι σε χαμηλές θέσεις της κατάταξης βρίσκονται οι τράπεζες των τριών σημαντικότερων οικονομιών της ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία), ενώ οι τράπεζες της Κύπρου, παρά την μεγάλη κρίση που πέρασαν, βρίσκονται πλέον σε αρκετά υψηλότερη θέση και με δείκτη υψηλότερο από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Τα κεφάλαια των τραπεζών της ευρωζώνης
Σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται, όπως ήταν αναμενόμενο, στην πρώτη θέση της κατάταξης, αν και καταγράφεται μεγάλη μείωση του δείκτη NPL που έχει επιτευχθεί με τις τιτλοποιήσεις. Ειδικότερα, ο δείκτης NPL διαμορφώθηκε στην Ελλάδα σε 14,84%, που ήταν με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό της ευρωζώνης.
Όπως αναφέρει η ΕΚΤ, το δεύτερο τρίμηνο συνεχίσθηκε η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ευρωζώνη και ο δείκτης NPL μειώθηκε στο 2,32%, κατά μέσο όρο, που είναι και το χαμηλότερο ποσοστό από τότε που άρχισε η καταγραφή στοιχείων, δηλαδή από το δεύτερο τρίμηνο του 2015. Η μείωση αυτή ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού παραγόντων, δηλαδή της μείωσης του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και της αύξησης του συνολικού αποθέματος δανείων.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην ευρωζώνη
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και έχουν μειωθεί σημαντικά, παραμένουν σε μεγάλο ύψος τα δάνεια που βρίσκονται υπό καθεστώς διαφόρων ειδικών μέτρων λόγω της πανδημίας.
Το δεύτερο τρίμηνο, τα δάνεια που υπόκεινται σε τέτοιες ρυθμίσεις ανέρχονταν στην ευρωζώνη σε 548 δισ. ευρώ, μειωμένα από τα 619 δισ. ευρώ του πρώτου τριμήνου. Κατά κύριο λόγο, η μείωση προήλθε από τη λήξη περιόδων αναστολή για δάνεια, το υπόλοιπο των οποίων περιορίσθηκε από τα 178 στα 101 δισ. ευρώ.
Πηγή: sofokleousin.gr